αμυντικός
From LSJ
ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἀμυντικός, -ή, -όν)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην άμυνα
2. πρόσφορος, κατάλληλος για άμυνα
αρχ.
1. (για ζώα) ο πρόθυμος, έτοιμος να αποκρούσει επίθεση ή ενόχληση (αντίθ. φυλακτικός)
2. (το θηλυκό ως ουσιαστικό) ή αμυντική
τέχνη, τρόπος, μέσα άμυνας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμύνω.
ΠΑΡ. νεοελλ. αμυντικότητα].