ἤπειρον εἰς ἄπειρον ἐκβάλλων πόδα → departing to the limitless mainland
η αναγκάζω1. χρεία, ανάγκη2. καταναγκασμός, επίμονη πίεση3. θυμός, οργή4. σφίξιμο, τάνυσμα κατά την αποπάτηση5. χρήση βίας6. στον πληθ. ωδίνες τοκετού, πόνοι της γέννας.