ανάπλους

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source

Greek Monolingual

(ασυναίρ. -οος), ο (Α ἀνάπλους) ἀναπλέω
1. πλους προς τα επάνω ή αντίθετα προς το ρεύμα ποταμού, θάλασσας κ.λπ. ή τη διεύθυνση τών ανέμων
2. αναχώρηση από το λιμάνι για την ανοιχτή θάλασσα
αρχ.
1. πλους προς τα πίσω, επιστροφή, επάνοδος
2. ο τόπος, από τον οποίο αποπλέει κανείς.