ανέλαιος

From LSJ

κακῷ δέ τῳ προσεικάζω τάδε → I think this looks like mischief, these things sound ominous to me, these things sound evil to me, I consider these things ominous, I liken these things to something bad

Source

Greek Monolingual

ἀνέλαιος, -ον (Α)
1. (για τόπο) εκείνος που δεν έχει ελαιώνες
2. (για φυτό) που δεν έχει λάδι.