αναβοώ

From LSJ

Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably

Sophocles, Antigone, 1031-2

Greek Monolingual

(-άω) (Α ἀναβοῶ)
φωνάζω δυνατά, κραυγάζω
αρχ.
1. αφήνω κραυγή εκπλήξεως, θλίψης ή πόνου
2. θρηνώ κραυγάζοντας
3. καλώ σε βοήθεια, επικαλούμαι
4. επαινώ, εκθειάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- επιτ. + βοῶ.
ΠΑΡ. αρχ. ἀναβόαμα
αρχ.-μσν.
ἀναβόησις].