αναγνωστήριο

From LSJ

λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man

Source

Greek Monolingual

και -τήρι, το (Α ἀναγνωστήριον) ἀναγνώστης
αίθουσα κατάλληλα διαρρυθμισμένη για διάβασμα σε βιβλιοθήκες, εκπαιδευτικά ή πολιτιστικά ιδρύματα κ. λ. π.
νεοελλ.
σχολικό όργανο για τη διδασκαλία της ανάγνωσης (ορθός πίνακας) με τρεις ή έξι οριζόντιους κανόνες, όπου οι αρχάριοι μαθητές τοποθετούσαν γράμματα από χαρτόνι για να σχηματίσουν λέξεις
μσν.
αναλόγιο για την ανάγνωση του Ευαγγελίου στους ναούς
αρχ.
θρανίο διαβάσματος, αναλόγιο.