αναγνώστης
From LSJ
τῶν Λειβηθρίων ἀμουσότερος → more uncultured than Leibethrans, more uncultured than the people of Leibethra, lowest degree of mental cultivation
Greek Monolingual
ο (Α ἀναγνώστης) (Ν θηλ -τρια)
1. αυτός που διαβάζει κάτι
2. αυτός που έχει ως έργο του την ανάγνωση βιβλίων μεγαλοφώνως σε ακροατήριο (πρβλ. λέκτωρ)
νεοελλ.
αυτός που επιδίδεται στην ανάγνωση βιβλίων, ο βιβλιόφιλος
αρχ.
δούλος ασκημένος στην ανάγνωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναγιγνώσκω.
ΠΑΡ. αναγνωστήριο
νεοελλ.
αναγνωστεύω].