αναλατιά

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source

Greek Monolingual

η ανάλατος
1. έλλειψη αλατιού σε φαγητό
2. έλλειψη νοστιμάδας ή χάρης στα λόγια, ανοησία, αηδία.