αναληθής

From LSJ

νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life

Source

Greek Monolingual

-ές (Α ἀναληθής, -ές και ἀναλήθης, -ες)
1. (για ανθρώπους) αυτός που ψεύδεται, ο ψεύτης
2. (για πράγματα) ψεύτικος, ανυπόστατος
αρχ.
(για ύφος) επιτηδευμένος, επίπλαστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν- στερ. + ἀληθής.
ΠΑΡ. νεοελλ. αναλήθεια].