αναπετάννυμι

From LSJ

ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off

Source

Greek Monolingual

και -ύω (Α ἀναπετάννυμι και ποιητ. ἀμπετάννυμι και -ύω και ἀναπετῶ) πετάννυμι
1. ανοίγω διάπλατα, απλώνω, ξεδιπλώνω
2. (μτχ. παθ. πρκμ.) ο αναπεπταμένος αυτός που εκτείνεται σε ανοιχτό ή μεγάλο χώρο
αρχ.
1. φανερώνω, εκθέτω
2. διαχέω, διασκορπίζω
3. μέσ. ξαπλώνομαι φαρδύς πλατύς.