ανενόχλητος

From LSJ

δεξιὸν εἰς ὑπόδημα, ἀριστερὸν εἰς ποδάνιπτρα → the right foot into a shoe, the left into a foot-bath | of one who is ready for anything

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀνενόχλητος, -ον)
εκείνος που δεν τον ενοχλεί κανείς, ο αδιατάρακτος, ο ανεμπόδιστος
μσν.-νεοελλ.
εκείνος που δεν ενοχλεί τους άλλους, ο φιλήσυχος
μσν.
αμέριμνος, ξέγνοιαστος.