ανθρωποποίηση

From LSJ

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source

Greek Monolingual

η
1. η προσωποποίηση
2. ο εξανθρωπισμός, το να καθιστά κάποιος κάτι ή κάποιον πιο ανθρώπινο, πιο εξευγενισμένο
3. η εξελικτική διεργασία με την οποία οι πρόγονοι του ανθρώπου απέκτησαν τα χαρακτηριστικά που διακρίνουν τον άνθρωπο από τα λοιπά πρωτεύοντα (όρθια στάση, ανάπτυξη εγκεφάλου κ.λπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < άνθρωπος + -ποίηση < ποιώ. Η λ. μαρτυρείται στον Δ. Χαντσερή].