ανιδιοτελής Search Google

From LSJ

νῦν εὐπλόηκα, ὅτε νεναυάγηκα → I made a prosperous voyage when I suffered shipwreck

Source

Greek Monolingual

(-ούς), -ές
αυτός που δεν αποβλέπει στο προσωπικό του συμφέρον, αφιλοχρήματος, αφιλοκερδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + ιδιοτελής. Η λ. μαρτυρείται στον καθηγητή και συγγραφέα Αλέξανδρο Ραγκαβή].