ανισορροπία

From LSJ

ξεῖν’, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι. → Go tell the Spartans, stranger passing by, that here, obedient to their laws, we lie.

Simonides of Kea

Greek Monolingual

η
1. έλλειψη ισορροπίας, αστάθεια
2. η έλλειψη αρμονίας, η διασάλευση της πνευματικής ισορροπίας ή των ηθικών ροπών ενός ατόμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανισόρροπος. Η λ. μαρτυρείται στον κληρικό και διδάσκαλο του Γένους Νικηφόρο Θεοτόκη (1731-1800)].