αντίλογος
From LSJ
Γάμει δὲ μὴ τὴν προῖκα, τὴν γυναῖκα δέ → Uxorem cape, non dotem, in matrimonium → Nimm bei der Heirat nicht die Mitgift, nimm die Frau
Greek Monolingual
ο (Μ ἀντίλογος, ο
Α ἀντίλογος, -ον)
μσν.- νεοελλ.
απάντηση, απόκριση
νεοελλ.
αντιλογία, αντίρρηση
μσν.
μήνυμα, ανακοίνωση
αρχ.
(-ος, -ον) ο αντιφατικός, ο παράλογος.