αντίφαση
From LSJ
Υἱῷ μέγιστον ἀγαθόν ἐστ' ἔμφρων πατήρ → Prudente patre bonum non maius filio → Dem Sohn ist ein verständiger Vater größtes Gut
Greek Monolingual
η (Α ἀντίφασις) αντίφημι
νεοελλ.
1. το να λέει κάποιος το αντίθετο αυτού που είπε προηγουμένως
2. αντίθεση, ασυμφωνία, ανακολουθία
αρχ.
(Λογ.) (για δύο αντίθετες έννοιες ή προτάσεις) το να αίρει η μία την άλλη.