αντίφαση

From LSJ

Υἱῷ μέγιστον ἀγαθόν ἐστ' ἔμφρων πατήρ → Prudente patre bonum non maius filio → Dem Sohn ist ein verständiger Vater größtes Gut

Menander, Monostichoi, 525

Greek Monolingual

η (Α ἀντίφασις) αντίφημι
νεοελλ.
1. το να λέει κάποιος το αντίθετο αυτού που είπε προηγουμένως
2. αντίθεση, ασυμφωνία, ανακολουθία
αρχ.
(Λογ.) (για δύο αντίθετες έννοιες ή προτάσεις) το να αίρει η μία την άλλη.