αντιδίδωμι
From LSJ
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
Greek Monolingual
ἀντιδίδωμι (AM)
ανταποδίδω
αρχ.
1. δίνω κάτι αντί για κείνο το οποίο άλλος επρόκειτο να δώσει
2. προτείνω να ανταλλάξω την περιουσία μου με κάποιον (πρβλ. αντίδοσις)
3. δίνω αντίδοτο, αντιφάρμακο.