αντιτίθεμαι
From LSJ
θοἰμάτιον οὐκ ἀπολώλεκ', ἀλλὰ καταπεφρόντικα → I haven't lost my himation; I've pledged it to Thought | I have not lost my himation, but I've thought it away | I have not lost my himation, but I spent it in the schools
Greek Monolingual
(AM ἀντιτίθεμαι κ. -τίθημι)
1. είμαι αντίθετος σε κάτι, έχω διαφορετική άποψη για κάτι
2. αντιστέκομαι, εναντιώνομαι σε κάποιον
αρχ.
(-τίθημι)
1. αντιτάσσω
2. συγκρίνω
3. τοποθετώ κάτι ως αντάλλαγμα ή αντίτιμο.