απάθεια

From LSJ

Oἱ δὲ Ἀθηναῖοι ἦσαν ἐν μεγάλῳ κινδύνῳ... (adaptation of Herodotus 6.105) → The Athenians were in great danger...

Source

Greek Monolingual

η (AM ἀπάθεια)
αταραξία
αρχ.
1. έλλειψη αίσθησης
2. (στη φιλοσοφία των Επικούρειων και ιδιαίτερα των Στωικών) η εσωτερική ισορροπία, η γαλήνη του πνεύματος, η απελευθέρωση από τα πάθη, η πλήρης αυτοκυριαρχία
3. απουσία παθήματος, κατάσταση χωρίς πόνο.