απάνθρωπος

From LSJ

οὐ καταισχυνῶ τὰ ὅπλα τὰ ἱερά → I will never bring reproach upon my hallowed arms

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
(για ανθρώπους και για τις πράξεις τους) άγριος, βάρβαρος, σκληρός
αρχ.
1. αυτός που βρίσκεται μακριά από τους ανθρώπους, έρημος
2. αντικοινωνικός.