Γάμει δὲ μὴ τὴν προῖκα, τὴν γυναῖκα δέ → Uxorem cape, non dotem, in matrimonium → Nimm bei der Heirat nicht die Mitgift, nimm die Frau
(Α ἀποβάπτω)
νεοελλ.
1. ολοκληρώνω το βάψιμο
2. χάνω το χρώμα μου, ξεβάφω
αρχ.
1. βυθίζω κάτι στο νερό ή σε άλλο υγρό
2. αντλώ νερό.