απογραφή

From LSJ

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source

Greek Monolingual

η (AM ἀπογραφή) απογράφω
νεοελλ.
1. καταγραφή του πληθυσμού μιας χώρας στα μητρώα
2. καταγραφή κάθε είδους έμψυχου ή άψυχου υλικού σε ειδικούς καταλόγους
μσν.- νεοελλ.
κατάλογος για τη συγκέντρωση στρατού, στρατολόγηση
αρχ.
1. κατάλογος των κτημάτων, κτηματολόγιο
2. κατάλογος χρημάτων τα οποία ανήκουν στην πολιτεία, αλλά κατακρατούνται από ορισμένους πολίτες
3. κατάλογος αυτών που υπόκεινται σε φορολογία, φορολογικός πίνακας
4. αντίγραφο διακήρυξης που γίνεται ενώπιον άρχοντα, κατάθεση, μαρτυρία.