Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
(I)
ἀποδέω (Α)
δένω σφιχτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + δέω (Ι) «δένω, δεσμεύω»].
(II)
ἀποδέω (Α)
1. έχω έλλειψη από κάτι, χρειάζομαι κάτι
2. μειονεκτώ
3. διαφέρω
4. χάνω κάτι
5. φρ. «τοσοῦτον ἀποδέω τινός» — τόσο απέχω από κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + δέω (ΙΙ) «έχω έλλειψη, στερούμαι, έχω ανάγκη»].