αποκείρω

From LSJ

Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.

Horace, Epistles 1.34

Greek Monolingual

ἀποκείρω (AM) κείρω
1. κουρεύω
2. εκκλ. κουρεύω δόκιμο μοναχό κατά την περιβολή του μοναχικού σχήματος
αρχ.
1. κόβω τελείως, κατακόπτω
2. καταστρέφω, τσακίζω.