απορώ
ἀλλ’ οὔτε πολλὰ τραύματ’ ἐν στέρνοις λαβὼν θνῄσκει τις, εἰ μὴ τέρμα συντρέχοι βίου, οὔτ’ ἐν στέγῃ τις ἥμενος παρ’ ἑστίᾳ φεύγει τι μᾶλλον τὸν πεπρωμένον μόρον → But a man will not die, even though he has been wounded repeatedly in the chest, should the appointed end of his life not have caught up with him; nor can one who sits beside his hearth at home escape his destined death any the more
Greek Monolingual
(AM ἀπορῶ, -έω) άπορος
1. βρίσκομαι σε αμηχανία ή σύγχυση
2. ανησυχώ, στενοχωριέμαι
μσν.- νεοελλ.
εκπλήσσομαι, παραξενεύομαι
αρχ.-μσν.
(μτχ. πρκμ.) ὁ ἠπορημένος
φτωχός, δυστυχισμένος
αρχ.
1. είμαι άπορος, στερούμαι των μέσων διαβίωσης
2. διστάζω
3. φρ. «ἀπορῶ μή» — φοβάμαι μήπως
4. (διαλεκτ.) προβάλλω απορία
5. (παθ. μτχ.) ἀπορούμενον ή ἀπορηθέν
δυσκολία, πρόβλημα
6. απρόσ. ἀπορεῖται
υπάρχει πρόβλημα, δυσκολία
7. (για πράγματα) παραμελούμαι, δεν λαμβάνεται πρόνοια για μένα
8. στερούμαι, έχω ένδεια, έχω ανάγκη από κάτι.