αποφυγή

From LSJ

Ἔργοις φιλόπονος ἴσθι, μὴ λόγοις μόνον → Lass Taten sprechen, führ nicht bloß das große Wort - Esto opere, non sermone solo industrius → Sei arbeitsam im Handeln nicht im Reden bloß

Menander, Monostichoi, 177

Greek Monolingual

η (AM ἀποφυγή) αποφεύγω
το να αποφεύγει κάποιος κάτι
αρχ.
1. μέρος όπου καταφεύγει κανείς για ασφάλεια
2. δικαιολογία, πρόφαση, υπεκφυγή.