απόβαση

From LSJ

Γαμεῖν δὲ μέλλων βλέψον εἰς τοὺς γείτονας → Quaeris maritus esse? Vicinos vide → Auf deine Nachbarn sieh, wenn du an Hochzeit denkst

Menander, Monostichoi, 103

Greek Monolingual

η (AM ἀπόβασις) αποβαίνω
επιθετική ενέργεια με στόχο την αποβίβαση στρατιωτικών δυνάμεων σε εχθρική ακτή για τη δημιουργία σταθερού προγεφυρώματος
αρχ.
1. η αποβίβαση από τα πλοία στην ξηρά
2. κατάλληλο μέρος για αποβίβαση
3. διέξοδος, δρόμος για διαφυγή
4. έκβαση, αποτέλεσμα.