αρίσταρχος

From LSJ

κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)

Source

Greek Monolingual

ἀρίσταρχος, ο (Α)
(επίθ. του Διός) αυτός που κυβερνά με τον καλύτερο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άριστος + αρχόςαρχηγός») < άρχω].