αραιώνω

From LSJ

μάλα δ' ὦκα θύρηθ' ἔα ἀμφὶς ἐκείνων → very soon I was out, away from them | very soon was out of the water, and away from them

Source

Greek Monolingual

(AM ἀραιῶ, -όω)
κάνω κάτι αραιό, χαλαρό, πορώδες
νεοελλ.
1. (για πρόσωπα και πράγματα) μεγαλώνω τα κενά διαστήματα μεταξύ τους
2. ελαττώνω τη συχνότητα πράξεων ή συνηθειών
3. γίνομαι αραιός ή πιο αραιός απ' όσο ήμουν, γίνομαι λιγότερο συχνός («τελευταία αραίωσαν οι βίζιτες»).