Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αραξοβόλι

From LSJ

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c

Greek Monolingual

το
1. μέρος απάνεμο στην ακτή, μικρό λιμάνι
2. καταφυγή, καταφύγιο, άσυλο
3. πέτρα που χρησιμεύει για να στερεώνονται τα παραγάδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αράζω (άραξα), αναλογικά με το μτγν. ουσ. αγκυροβόλιον, -όλι].