ασχέδωρος
From LSJ
τό γε μὴν ἀόργητον ἀνδρός ἐστι σοφοῦ → and to be able also to subdue anger is the part of a wise man
Greek Monolingual
ἀσχέδωρος, ο (Α)
ονομασία του αγριόχοιρου στη Μεγάλη Ελλάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. ο τ. ασχέδωρος < αν-σχε-δορF-ος < ανασχείν + δόρυ «αυτός που προβάλλει αντίσταση στο ακόντιο» (πρβλ. μεν-εγχής, μεν-αίχμης «ο καρτερικός στη μάχη»). Ο τ. ανήκει στη διάλεκτο της Μεγάλης Ελλάδας και αποτελεί εκφραστική ονομασία του αγριόχοιρου].