αφελής

From LSJ

Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich

Menander, Monostichoi, 426

Greek Monolingual

-ές (AM ἀφελής, -ές)
1. ανεπιτήδευτος, απλός
2. (για πρόσωπα) απλοϊκός, επιπόλαιος
μσν.
υγιής, ακέραιος
αρχ.
1. (για έδαφος) στρωτός, χωρίς πέτρες
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀφελές
η απλότητα (κυρίως στο ύφος του λόγου).
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. αβέβαιης ετυμολογίας, της οποίας η αρχική σημασία είναι δύσκολο να καθοριστεί λόγω του ότι εμφανίστηκε αργά. Εάν όμως θεωρηθεί ότι η αρχαία σημασία της λ. παραδίδεται στο χωρίο του Αριστοφ. «διά των αφελών πεδίων» (Ιππής 527) «ομαλών, χωρίς πέτρες», τότε γίνεται παραδεκτή η ετυμολ. αφελής < α- στερ. + (ουδ.) φέλος, που συνδέεται με το φελλεύς «πετρώδες έδαφος». Εξάλλου μία σύνδεση με τα ζάφελος, ζαφελής «ορμητικός, βίαιος» φαίνεται αστήρικτη].