αἴγλα
From LSJ
Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik
English (Slater)
αἴγλα (-α, -αν.)
1 radiance, brilliance
a lit. ἐπεὶ σπλάγχνων ὕπο ματέρος αὐτίκα θαητὰν ἐς αἴγλαν παῖς Διὸς μόλεν i. e. of day (N. 1.35)
b met. brilliance, glory πατρὸς δὲ Θεσσαλοἶ ἐπ' Ἀλφεοῦ ῥεέθροισιν αἴγλα ποδῶν ἀνάκειται (O. 13.36) κῶμόν τ' ἀέθλων Πυθίων αἴγλαν στεφάνοις (P. 3.73) ἀλλ' ὅταν αἴγλα διόσδοτος ἔλθῃ, λαμπρὸν φέγγος ἔπεστιν ἀνδρῶν (P. 8.96)
Russian (Dvoretsky)
αἴγλα: ἡ дор. = αἴγλη.