βαλλιστικός
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
Greek Monolingual
-ή, -ό
1. αυτός που αναφέρεται στον βαλλισμό
2. ο σχετικός με τη βαλλιστική, τη βλητική
3. το θηλ. ως ουσ. βαλλιστική, η
η βλητική, η επιστήμη που μελετά την προώθηση, πτήση και πρόσκρουση των βλημάτων
4. φρ. α) «βαλλιστικά όπλα» — όπλα των οποίων η πτήση προσδιορίζεται από τους κανόνες της βλητικής
β) «βαλλιστικό εκκρεμές» — συσκευή για τη μέτρηση της ταχύτητας με την οποία προσκρούουν τα βλήματα
γ) «βαλλιστικό βλήμα» — κατευθυνόμενο βλήμα το οποίο, μετά τον τερματισμό της προωθητικής του δύναμης, από την εξάντληση των προωθητικών του στοιχείων μεταβάλλεται σε βλήμα ελεύθερης πτήσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαλλίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1857 στον Στέφ. Α. Κουμανούδη].