βατηρίς

From LSJ

τὸ ἀεὶ ταῦτα οὕτως ἔχειν ἐχάλασαν → relaxed the strictness of the doctrine of perpetual strife

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰτηρίς Medium diacritics: βατηρίς Low diacritics: βατηρίς Capitals: ΒΑΤΗΡΙΣ
Transliteration A: batērís Transliteration B: batēris Transliteration C: vatiris Beta Code: bathri/s

English (LSJ)

-ίδος, ἡ, κλῖμαξ β. a mounting ladder, AP7.365 (Zon. or Diod.).

Spanish (DGE)

(βᾰτηρίς) -ίδος
que es para subir, de subida κλῖμαξ AP 7.365 (Zon.).

German (Pape)

[Seite 439] κλίμαξ, Steigeleiter, Zon. 7 VII, 365).

French (Bailly abrégé)

ίδος
adj. f.
qui sert à monter (échelle).
Étymologie: βατήρ.

Russian (Dvoretsky)

βᾰτηρίς: ίδος adj. f подъемная (κλίμαξ Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

βατηρίς: -ίδος, ἡ, κλῖμαξ β., κλῖμαξ πρὸς ἀνάβασιν, Ἀνθ. ΙΙ. 7.365.

Greek Monotonic

βᾰτηρίς: -ίδος, ἡ (βατέω), κλῖμαξ βατηρίς, σκάλα για ανάβαση, σε Ανθ.

Middle Liddell

βατέω
κλῖμαξ β. a mounting ladder, Anth.