Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

βαυκαλώ

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22

Greek Monolingual

βαυκαλῶ (-άω) (Α)
1. βαυκαλίζω
2. κραυγάζω
3. φροντίζω κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. βαυκαλώ συνδέεται σημασιολογικά με το βαυβώ και υποστηρίχτηκε ότι αρχικά ήταν σύνθετο (βαυ- + κηλώ «μαγεύω, τέρπω, θέλγω»). Κατ' άλλους όμως τα βαυκαλώ και βαυκαλίζω είναι παράγωγα του βαύκαλος, που μαρτυρείται μόνο στο Μέγα Ετυμολογικό, ενώ σύμφωνα με μία τρίτη υπόθεση το βαύκαλος προήλθε από το βαυκαλώ με υποχωρητικό σχηματισμό (βλ. και βαυκός)].