βείομαι
From LSJ
Ἐπηγγείλατο εἰς ἐπανόρθωσιν τῆς πόλεως διὰ τὸ εἶναι ευσεβεστάτη καὶ κηδεμονικὴ. → She pledged herself to the reconstruction of the city because of her being most pious and dutiful.
English (LSJ)
Spanish (DGE)
v. βέομαι.
German (Pape)
[Seite 441] p. = βέομαι, Il. 22. 431; βείω Il. 6, 113 = βῶ, conj. von ἔβην.
French (Bailly abrégé)
v. βέομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
Russian (Dvoretsky)
βείομαι: эп. = βέομαι.
Frisk Etymological English
See also: s. βίος.
English (Autenrieth)
2 sing. βέῃ, pres. w. fut. signif.: shall (will) live, Il. 15.194, Il. 16.852, Il. 22.22, Il. 24.131.;;: see βέομαι.
Greek Monotonic
βείομαι: βλ. βέομαι.
Greek (Liddell-Scott)
βείομαι: βείω, ἴδε ἐν λ. βέομαι.
Frisk Etymology German
βείομαι: {beíomai}
Forms: βέομαι, βίομαι Hom.
See also: s. βίος.
Page 1,231