βοτρυώδης
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
English (LSJ)
βοτρυῶδες, = βοτρυοειδής, E.Ba.12, Thphr. HP 3.13.6, al.
Spanish (DGE)
-ες
1 lleno de uvas β. χλόη E.Ba.12, ἔτι ναὶ τὰν βοτρυώδη Διονύσου χάριν οἴνας E.Ba.534, οἴνη CEG 606.6 (Atenas IV a.C.).
2 en forma de racimo καρπός Thphr.HP 3.13.6, Posidon.55a, la calamina, Dsc.5.74.
German (Pape)
[Seite 455] ες, traubenartig, traubig, Eur. Bacch. 12. 534; vgl. Ath. XIV, 649 d.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
couvert de grappes.
Étymologie: βότρυς, -ωδης.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βοτρυώδης -ες βότρυς, εἶδος als een druiventros. βοτρυώδει χλόῃ met het groen van druiventrossen Eur. Ba. 12.
Russian (Dvoretsky)
βοτρυώδης: обильный гроздьями (χλόη Eur.).
Greek Monolingual
βοτρυώδης, -ες (Α) βότρυς
1. βοτρυοειδής
2. πλούσιος σε σταφύλια.
Greek Monotonic
βοτρῠώδης: -ες (εἶδος), αυτός που μοιάζει με τσαμπί σταφυλιού, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
βοτρυώδης: -ες, = βοτρυοειδής, Εὐρ. Βάκχ. 12, Θεόφρ. Ι. Φ. 3. 13, 6.