βοτρυώδης

From LSJ

ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βοτρῠώδης Medium diacritics: βοτρυώδης Low diacritics: βοτρυώδης Capitals: ΒΟΤΡΥΩΔΗΣ
Transliteration A: botryṓdēs Transliteration B: botryōdēs Transliteration C: votryodis Beta Code: botruw/dhs

English (LSJ)

βοτρυῶδες, = βοτρυοειδής, E.Ba.12, Thphr. HP 3.13.6, al.

Spanish (DGE)

-ες
1 lleno de uvas β. χλόη E.Ba.12, ἔτι ναὶ τὰν βοτρυώδη Διονύσου χάριν οἴνας E.Ba.534, οἴνη CEG 606.6 (Atenas IV a.C.).
2 en forma de racimo καρπός Thphr.HP 3.13.6, Posidon.55a, la calamina, Dsc.5.74.

German (Pape)

[Seite 455] ες, traubenartig, traubig, Eur. Bacch. 12. 534; vgl. Ath. XIV, 649 d.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
couvert de grappes.
Étymologie: βότρυς, -ωδης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βοτρυώδης -ες βότρυς, εἶδος als een druiventros. βοτρυώδει χλόῃ met het groen van druiventrossen Eur. Ba. 12.

Russian (Dvoretsky)

βοτρυώδης: обильный гроздьями (χλόη Eur.).

Greek Monolingual

βοτρυώδης, -ες (Α) βότρυς
1. βοτρυοειδής
2. πλούσιος σε σταφύλια.

Greek Monotonic

βοτρῠώδης: -ες (εἶδος), αυτός που μοιάζει με τσαμπί σταφυλιού, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

βοτρυώδης: -ες, = βοτρυοειδής, Εὐρ. Βάκχ. 12, Θεόφρ. Ι. Φ. 3. 13, 6.

Middle Liddell

εἶδος
like a bunch of grapes, Eur.