βρισάρματος
ὦ θάνατε, σωφρόνισμα τῶν ἀγνωμόνων → o death, chastener of the foolish | ο death, warning to the arrogant
English (LSJ)
βρισάρματον, (βρίθω) chariot-pressing, epithet of Ares, Hes.Sc. 441, h.Hom.8.1: (Θῆβαι) Pi.Dith.Oxy.1604 Fr.1 ii 26.
Spanish (DGE)
(βρῑσάρμᾰτος) -ον
1 que doblega con su peso los carros Ἄρης Hes.Sc.441, h.Hom.8.1.
2 abundante en carros Θῆβαι Pi.Fr.70b.26.
German (Pape)
[Seite 464] Ἄρης, den Wagen belastend, Hes. Sc. 441; H. h. 7, 1.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui fait plier un char sous son poids.
Étymologie: βρίθω, ἅρμα.
Russian (Dvoretsky)
βρῑσάρματος: βρίθω давящий колесницу, т. е. не покидающий боевой колесницы (эпитет Арея) HH, Hes.
Greek (Liddell-Scott)
βρῑσάρματος: -ον, (βρίθω) ὁ βαρύνων, πιέζων ὑπὸ τὸ βάρος του τὸ ἅρμα, ἐπίθ. τοῦ Ἄρεως, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 441, Ὕμν. Ὁμ. 7. 1.
English (Slater)
βρῑσάρμᾰτος, ον
1 powerful with its chariots (cf. βρίθω
a) βρισαρμάτοις ο[ (sc. Θήβαις. fr. 323 huc revocavit Snell) Δ. 2. 26.
Greek Monolingual
βρισάρματος, -ον (Α)
εκείνος που πιέζει με το βάρος του το άρμα, σπουδαίος αρματοδρόμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) βρισ- (αόρ. έβρισα) του ρ. βρίθω + άρμα (-ατος)].
Greek Monotonic
βρῑσάρμᾰτος: -ον (βρίθω), αυτός που πιέζει με το βάρος του το άρμα, σε Ησίοδ.