βρυώνη
From LSJ
λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
English (LSJ)
ἡ, = ἄμπελος μέλαινα, Nic. Th. 939.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
bot. nueza negra, Tamus communis Nic.Th.939, Anecd.Ludw.197.19.
German (Pape)
[Seite 467] ἡ, ein wildes Rankengewächs, Nic. Th. 939.
Greek (Liddell-Scott)
βρυώνη: ἡ, ἄγριόν τι φυτὸν περιπλεκόμενον ἢ ἀναρριχώμενον, Νίκ. Θ. 939· ― οὕτω βρυωνία, ἡ, Διοσκ. 4. 184· καὶ βρυωνίς, ίδος, ἡ, Νίκ. Θ. 858.