βωλοκόπος

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βωλοκόπος Medium diacritics: βωλοκόπος Low diacritics: βωλοκόπος Capitals: ΒΩΛΟΚΟΠΟΣ
Transliteration A: bōlokópos Transliteration B: bōlokopos Transliteration C: volokopos Beta Code: bwloko/pos

English (LSJ)

βωλοκόπον, clod-breaking, Cratin.5.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ el que trabaja la tierra, destripaterrones Δωδωναίῳ κυνί, βωλοκόπῳ τίτθη γεράνῳ προσεοικώς Cratin.5, cf. Poll.1.245, 10.129, Synes.Ep.125, Gloss.2.260, 3.261.

German (Pape)

[Seite 468] Erdschollen zerschlagend, Cratin. bei St. B. v. Δωδώνη, Poll. 1, 245.

Greek (Liddell-Scott)

βωλοκόπος: -ον, ὁ συντρίβων βώλους, Κρατῖν. Ἀρχ. 6.

Greek Monolingual

ο (Α βωλοκόπος)
ο εργάτης ή ο γεωργός που κάνει το βωλοκόπημα
νεοελλ.
το βωλοκόπι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βώλος + -κόπος < κόπτω.