Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

βωλοκόπος

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βωλοκόπος Medium diacritics: βωλοκόπος Low diacritics: βωλοκόπος Capitals: ΒΩΛΟΚΟΠΟΣ
Transliteration A: bōlokópos Transliteration B: bōlokopos Transliteration C: volokopos Beta Code: bwloko/pos

English (LSJ)

βωλοκόπον, clod-breaking, Cratin.5.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ el que trabaja la tierra, destripaterrones Δωδωναίῳ κυνί, βωλοκόπῳ τίτθη γεράνῳ προσεοικώς Cratin.5, cf. Poll.1.245, 10.129, Synes.Ep.125, Gloss.2.260, 3.261.

German (Pape)

[Seite 468] Erdschollen zerschlagend, Cratin. bei St. B. v. Δωδώνη, Poll. 1, 245.

Greek (Liddell-Scott)

βωλοκόπος: -ον, ὁ συντρίβων βώλους, Κρατῖν. Ἀρχ. 6.

Greek Monolingual

ο (Α βωλοκόπος)
ο εργάτης ή ο γεωργός που κάνει το βωλοκόπημα
νεοελλ.
το βωλοκόπι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βώλος + -κόπος < κόπτω.