γεμιτζής

From LSJ

Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Diodorus Siculus, 4.61.7

Greek Monolingual

ο
1. παλιός, έμπειρος ναυτικός
2. ειρων. αυτός που δεν έχει σχέση με τη θάλασσα
3. ειρων. ο κομπαστής, ο παραμυθάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. gemici «ναυτικός»].