γεμιτζής

From LSJ

ὤμοι, πέπληγμαι καιρίαν πληγὴν ἔσω → Alas! I am struck deep with a mortal blow! | Ah me! I am struck—a right-aimed stroke within me (Aeschylus, Agamemnon 1343)

Source

Greek Monolingual

ο
1. παλιός, έμπειρος ναυτικός
2. ειρων. αυτός που δεν έχει σχέση με τη θάλασσα
3. ειρων. ο κομπαστής, ο παραμυθάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. gemici «ναυτικός»].