γεροῖα

From LSJ

φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γεροῖα Medium diacritics: γεροῖα Low diacritics: γεροία Capitals: ΓΕΡΟΙΑ
Transliteration A: geroîa Transliteration B: geroia Transliteration C: geroia Beta Code: geroi=a

English (LSJ)

τά, tales of old time, Corinn.20: as title of poems by her, Ant.Lib.25 (prob.).

Spanish (DGE)

τά cosas de otro tiempo f.l. por Ϝεροῖα Corinn.2(b).2.

Greek Monolingual

γεροῖα, τα (Α)
διηγήσεις ή άσματα του παλιού καιρού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. γεροία (πιθ. να πρέπει να αναγνωριστεί Fεροῖα) προέρχεται από ένα κύριο όνομα Γέρως (< γέρων), ως υστερογενής ονοματικός σχηματισμός κατά τα επίθετα σε -οιος.