γεωργήσιμος

From LSJ

Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decetErtragen muss der Edle Unglück unbeugsam

Menander, Monostichoi, 480
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γεωργήσιμος Medium diacritics: γεωργήσιμος Low diacritics: γεωργήσιμος Capitals: ΓΕΩΡΓΗΣΙΜΟΣ
Transliteration A: geōrgḗsimos Transliteration B: geōrgēsimos Transliteration C: georgisimos Beta Code: gewrgh/simos

English (LSJ)

γεωργήσιμον, tilled or fit for tillage, Arist.Pr.924a22, Str.16.4.18, Plb.1.56.4.

Spanish (DGE)

-ον
apto para ser cultivado νῆσος Str.16.4.18, τόπος Plb.1.56.4, χώρα Plb.7.6.4, cf. EM 751.24G.
subst. terreno cultivable ἐν γεωργησίμῳ Arist.Pr.924a22, γεω[ργήσι] μον καὶ τὸ μεταλλεύσιμον Didym.Gen.66.

German (Pape)

[Seite 488] bestellbar, Arist. Probl. 20, 12; τόπος, χώρα, Pol. 1, 6. 56.

Russian (Dvoretsky)

γεωργήσιμος: пригодный для обработки Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

γεωργήσιμος: -ον, κατάλληλος πρὸς γεωργίαν, καλλιεργίαν, Ἀριστ. Προβλ. 20. 12, 4.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM γεωργήσιμος, -ον) γεωργώ
ο κατάλληλος για καλλιέργεια, καλλιεργήσιμος.