γιάση

From LSJ

ἑνὸς ἀτόπου δοθέντος τἆλλα συμβαίνει → one absurdity having been given, the others follow

Source

Greek Monolingual

η
ίαση, θεραπεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ίασις, το γ- από τη συνίζηση του συμπλέγματος ια - (πρβλ. ιατρός -γιατρός)].