γιώτα

From LSJ

ἐπ' ἀλλήλοισιν ἀμφικείμενοι → locked in each other's arms, clinging to one another

Source

Greek Monolingual

το
1. το ένατο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου (ι, Ι)
2. φρ. «δεν αλλάζω ούτε ένα γιώτα» — δεν αλλάζω ούτε το παραμικρό από όσα είπα ή έγραψα.
[ΕΤΥΜΟΛ. γιώτα < ιώτα, με ανάπτυξη j από τη συνίζηση του συμπλέγματος io - (πρβλ. ιατρός -γιατρός)].