γονυκαυσαγρύπνα

From LSJ

ἢν εὑρίσκῃ πλέω τε καὶ μέζω τὰ ἀδικήματα ἐόντα τῶν ὑπουργημάτων, οὕτω τῷ θυμῷ χρᾶται → it happens that the crimes are greater and more numerous than the services, when one gives way to anger

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γονῠκαυσαγρύπνα Medium diacritics: γονυκαυσαγρύπνα Low diacritics: γονυκαυσαγρύπνα Capitals: ΓΟΝΥΚΑΥΣΑΓΡΥΠΝΑ
Transliteration A: gonykausagrýpna Transliteration B: gonykausagrypna Transliteration C: gonykafsagrypna Beta Code: gonukausagru/pna

English (LSJ)

ἡ, keeping awake by inflammation of the knee, ib.201.

Greek Monolingual

γονυκαυσαγρύπνα, η (Α)
το να κρατιέται κανείς ξάγρυπνος από φλόγωση στο γόνατο.

Russian (Dvoretsky)

γονυκαυσαγρύπνα: v.l. γονυ-κλαυσ-αγρύπνα, adj. f жгучая боль в коленях, не дающая заснуть (ποδάγρα Luc.).