γρυτοπωλεῖον
From LSJ
τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτερος → though they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)
English (LSJ)
τό, small-ware shop, Glossaria.
Spanish (DGE)
-ου, τό bazar, quincallería, Gloss.2.265.
German (Pape)
[Seite 507] τό, Trödelbude.
Greek (Liddell-Scott)
γρῡτοπωλεῖον: τὸ, κατάστημα ἔνθα πωλοῦνται μικρὰ πράγματα, Γλωσσ.